- λεοντόμορφος
- -η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, τερατόμορφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεοντόμορφος — lion shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντομόρφους — λεοντόμορφος lion shaped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek
λεοντοειδής — ές (AM λεοντοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντόμορφος. επίρρ... λεοντοειδώς (Μ λεοντοειδῶς) σαν λιοντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
Λαδιά, Ελένη — (Αθήνα 1945 –). Αρχαιολόγος, θεολόγος και λογοτέχνης. Αν και σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (τμήμα αρχαιολογίας) και στη θεολογική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου, η λογοτεχνία υπήρξε η μοναδική της ενασχόληση. Έχει γράψει… … Dictionary of Greek